- συνιστορώ
- -έω, ΜΑ [ἱστορῶ]εξιστορώ επίσης κι εγώ (α. «... συνιστορεῑ καὶ Ἀθήναιος», Ευστ., β. «ταῡτα γὰρ πρότερον συνιστορεῑν τοὺς εὑρόντας», Κλεάνθ.)αρχ.1. γνωρίζω καλά, έχω συνείδηση ενός πράγματος («ὁ συνιστορῶν αὐτῷ τι», Μέν.)2. συνδέομαι, έχω σχέσεις με κάποιον («συνίστορει κακοῑς», Βέττ.)3. συνεργώ σε κάτι («συνιστορῶ φόνον», επιγρ.)4. αριθμώ, μετρώ («συνιστορεῑ τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων», πάπ.)5. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ συνιστοροῦντεςοι συνεργοί.
Dictionary of Greek. 2013.